- κοκεταρίζομαι
- κοκετάρομαι наводить красоту, заниматься своей внешностью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοκεταρίζομαι — και κοκετάρομαι κοκεταρίστηκα, κοκεταρισμένος, καλλωπίζομαι, είμαι φιλάρεσκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκεταρίζομαι — και κοκετάρομαι [κοκέτης] είμαι φιλάρεσκος, καλλωπίζομαι πάρα πολύ … Dictionary of Greek